- υποξενίζω
- Α1. μιλώ με κάπως αλλόκοτο τρόπο, μεταχειρίζομαι ξενικές λέξεις ή φράσεις στον λόγο μου2. (αμτβ.) είμαι κάπως παράξενος («κἂν ὑποξενίζειν δοκῇ ὁ λόγος», Γρηγ. Νύσσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ξενίζω «μιλώ με ξενική προφορά»].
Dictionary of Greek. 2013.